- οιάκισμα
- το (ΑΜ οἰάκισμα) [οιακίζω]1. ο χειρισμός τού οίακα2. μτφ. τρόπος διακυβέρνησης, καθοδήγησης («ἀκριβἐς οἰάκισμα πρὸς στάθμην βίου», Διογ. Λαέρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰάκισμα — steering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιάκωσις — οἰάκωσις, ἡ (Α) η μετακίνηση τού πηδαλίου τού σκάφους με τον χειρισμό τού οίακα, οιάκιση, οιάκισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, ακος «πηδάλιο» + κατάλ. ωσις (πρβλ. ρυτίδ ωσις)] … Dictionary of Greek